Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι...

 

Η νύχτα σκέπασε το χιονισμένο δάσος..

Τα ζώα κρύφτηκαν στις φωλιές τους κι η παγωμένη λίμνη άστραφτε κάτω από το φως του φεγγαριού.

Σε ένα ξέφωτο του πυκνού δάσους ξεπρόβαλλε ένα ξύλινο σπιτάκι. Τα παράθυρά του ήταν φωτισμένα

 και από την καμινάδα του έβγαινε πυκνός καπνός.


Ο Άγιος Βασίλης καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του δίπλα στο τζάκι. Γύρω του πάνω στη

 χοντρή κόκκινη φλοκάτη κάθονταν τα Ξωτικά. Όλοι φαίνονταν χαρούμενοι! Ήταν, βλέπετε, η πιο

 όμορφη εποχή του χρόνου! Η εποχή που όλοι μαζί διάβαζαν τα γράμματα των παιδιών από όλο τον

 κόσμο και σημείωναν στο μεγάλο Βιβλίο των Ευχών τα δώρα που κάθε παιδί ζητούσε από τον Άγιο.


Παντού στο πάτωμα υπήρχαν γράμματα! Στη μια άκρη, τα κλειστά, στην άλλη, τα ανοιγμένα, ενώ στο
μπαουλάκι με τα προσανάμματα για το τζάκι ήταν τα γράμματα των παιδιών που φέτος δεν 
θα έπαιρναν δώρο, γιατί τη χρονιά που πέρασε είχαν κάνει πολλές αταξίες, πολλές ζημιές, πολλή
φασαρία!


Βλέπετε, ο Άγιος Βασίλης είναι πολύ αυστηρός σ΄ αυτό. Τα παιδιά που φέρονται άσχημα, που 

βασανίζουν ζώα, που κοροϊδεύουν τους ηλικιωμένους, που χτυπούν τα άλλα παιδιά, δεν θα πάρουν 

ποτέ δώρο, αν δεν αλλάξουν συμπεριφορά! Κι ο Άγιος ξέρει καλά ποια παιδιά είναι αυτά. Τα ξωτικά 

έχουν γραμμένα τα ονόματά τους σ΄ ένα μεγάλο βιβλίο, το Βιβλίο των Καλικάντζαρων.


Αυτό το βιβλίο το κρατάει ο Σοβαρούλης, ένα ξωτικό σοβαρό, όπως και το όνομά του, 

που παίρνει πολύ σοβαρά τη σοβαρή δουλειά του! Κι είναι σοβαρή η δουλειά του, γιατί πρέπει 

διαρκώς να έχει το νου του μη γίνει κανένα λάθος και γράψει στο βιβλίο του λάθος παιδί! Φαντάζεστε, 

κάποιο παιδάκι που όλη τη χρονιά ήταν τόσο, μα τόσο καλό, να μην πάρει το δώρο του από λάθος του 

Σοβαρούλη;


Ο Σοβαρούλης λοιπόν, κάνει πολύ προσεκτικά τη δουλειά του! Αυτός έδωσε και το όνομά του στο 

βιβλίο του, «Το Βιβλίο Των Καλικάντζαρων», πριν από πολλά, πολλά χρόνια. Όταν το είπε, τότε, στα 

άλλα ξωτικά, ο Γελαστούλης έσκασε στα γέλια, όμως, όταν ο Άγιος Βασίλης τούς εξήγησε τι είναι οι 

καλικάντζαροι, το γέλιο πάγωσε στο πρόσωπό του. Γιατί οι καλικάντζαροι είναι πολύ τρομακτικά 

πλάσματα! Και κάνουν και πολύ τρομακτικά πράγματα!


Ο Παντογνώστης, το ξωτικό που όλα τα ξέρει, τους διηγήθηκε τότε πως, κάθε χρόνο, από την 

Παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια, οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα έγκατα της Γης 

όπου κρύβονται όλο το χρόνο και πριονίζουν το Δέντρο της Ζωής! Το δέντρο που κρατά όρθιο τον 

κόσμο!

Και να ΄ταν μόνο αυτό! Μπαίνουν στα σπίτια και καταστρέφουν τα πάντα! Σπάνε πιάτα, βρωμίζουν τα 

φαγητά και κάποιες φορές κατουρούν στα γλυκά πάνω στο τραπέζι! Ειδικά αυτό το τελευταίο, μόλις το 

άκουσε ο Φαγανίκας, το ξωτικό που λατρεύει τα γλυκά, κόντεψε να πνιγεί με τον κουραμπιέ που 

έτρωγε!


Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Σοβαρούλης ονόμασε έτσι το βιβλίο του! Και κάθε χρόνο, αυτή την 

εποχή, που τα ξωτικά ανοίγουν τους μεγάλους σάκους με τα γράμματα των παιδιών, ο Σοβαρούλης το 

έχει μπροστά του ανοιχτό. Κάθε ξωτικό διαβάζει από ένα γράμμα, δυνατά να το ακούσουν όλοι, λέει 

το όνομα του παιδιού που το έγραψε. Ο Ιστορικούλης ψάχνει το όνομα αυτό στο μεγάλο βιβλίο όπου 

με μαγικό τρόπο γράφονται οι ιστορίες όλων των παιδιών της Γης, τη χρονιά που πέρασε. Αν το παιδί 

που έγραψε το γράμμα, δεν ήταν καλό, ο Σοβαρούλης σημειώνει το όνομά του στο Βιβλίο των 

Καλικάντζαρων και το γράμμα του πηγαίνει στο μπαουλάκι με τα προσανάμματα. Αν όμως το παιδί 

αυτό ήταν καλό τη χρονιά που πέρασε, τότε ο Ευχούλης γράφει το όνομά του στο Βιβλίο των Ευχών κι 

ο Γραμματικούλης σημειώνει το δώρο που ζητάει το παιδί στο Βιβλίο των Παιχνιδιών!


Σίγουρα, δεν θα τα ξέρατε όλα αυτά! Όμως, σκεφτείτε, πόσο δύσκολο θα ήταν να βρει άκρη ο Άγιος 

Βασίλης με τόσα γράμματα, τόσα παιδιά, τόσα δώρα! Είναι πολύ σπουδαία η δουλειά του γι αυτό και 

πρέπει να την κάνει οργανωμένα!


Έτσι λοιπόν, κι αυτό το βράδυ, τα ξωτικά έκαναν την ίδια δουλειά, όπως κάθε χρόνο. Είχαν ξεκινήσει 

εδώ και μέρες κι επιτέλους είχαν μείνει ελάχιστα γράμματα να διαβάσουν. Σε λίγο, θα τελείωναν την 

ανάγνωση και του τελευταίου και τότε θα άρχιζε το πιο ευχάριστο κομμάτι της δουλειάς τους. Η 

κατασκευή των παιχνιδιών! Πολύ πρωί, την άλλη μέρα, θα κατέβαιναν στο τεράστιο υπόγειο με τα 

υλικά και τα μηχανήματα και θα ξεκινούσαν να φτιάχνουν τα δώρα που είχαν ζητήσει τα παιδιά της 

Γης!


Ήταν πολύ χαρούμενοι γι αυτό! Έλεγαν αστεία, γελούσαν, πείραζαν ο ένας τον άλλο! Στα χέρια τους 

κρατούσαν τα τελευταία γράμματα. Τα διάβασαν με τη σειρά όμως, όταν έφτασαν στο τελευταίο, 

είδαν τον Καλοσυνάτο, το πιο καλόκαρδο κι ευγενικό ξωτικό της συντροφιάς, να διαβάζει σοβαρός το 

γράμμα, το πρόσωπό του να χλωμιάζει και τα χέρια του να τρέμουν!


Τα γέλια και τα πειράγματα σταμάτησαν! Τον κοιτούσαν όλοι ανήσυχοι! Ο Άγιος Βασίλης έσκυψε προς

 το μέρος του.

« Τι έχεις Καλοσυνάτε; Τι σου συμβαίνει»;

Ο Καλοσυνάτος έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του. Έμοιαζε να μην ακούει καν τι του λένε. Τα ξωτικά 

μαζεύτηκαν γύρω του. Κάποιος τον κούνησε απαλά.

«Τι έχεις; Τι συμβαίνει;»

Κάποιος άλλος του έφερε λίγο νεράκι. Το ήπιε και πήρε μια βαθιά ανάσα.

« Κάτι λέει το γράμμα και σε τάραξε..», είπε ο Άγιος Βασίλης.

Ο Καλοσυνάτος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

« Πες μας λοιπόν τι λέει;», του φώναξαν οι άλλοι με αγωνία.

Ο Καλοσυνάτος ήπιε λίγο νεράκι ακόμα και τους είπε:

« Αυτό το γράμμα δεν είναι από κάποιο παιδί»

« Αλλά;», ρώτησαν όλοι με ένα στόμα.

« Το έχουν στείλει οι Καλικάντζαροι»!

Τα ξωτικά κοίταξαν ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί τον Άγιο Βασίλη. Ήταν όλοι αναστατωμένοι! 

Ανήσυχοι! Προβληματισμένοι!

« Διάβασέ το «, είπε ήρεμα ο Άγιος.

Κάθισαν όλοι κάτω αμίλητοι. Ο Καλοσυνάτος άρχισε αργά και με δυσκολία να διαβάζει το γράμμα..


« Άγιε Βασίλη.. Είμαστε οι Καλικάντζαροι. Σίγουρα μάς έχεις ακουστά. Είμαστε εμείς που, κάθε 

παραμονή Χριστουγέννων, βγαίνουμε από τη σκοτεινή σπηλιά μας κι αρχίζουμε να πριονίζουμε το 

Δέντρο της Ζωής που κρατάει όρθιο τον κόσμο. Είμαστε εμείς που, για 12 ημέρες, μέχρι τα Θεοφάνια, 

κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να καταστρέψουμε τα Χριστούγεννα! Είμαστε εμείς, οι 

χειρότεροι εχθροί των γιορτών, των ανθρώπων αλλά και οι δικοί σου χειρότεροι εχθροί! Σε μισούμε 

γιατί γεμίζεις δώρα και χαρά στα παιδιά της Γης και κάνεις τα Χριστούγεννα την πιο όμορφη γιορτή 

του χρόνου! Κι εμείς μισούμε και τα Χριστούγεννα και τα παιδιά και τα δώρα!»


Ο Καλοσυνάτος σταμάτησε να διαβάζει. Κοίταξε σκεφτικός τον Άγιο Βασίλη. Τα υπόλοιπα ξωτικά 

ήταν θυμωμένα. Οι Καλικάντζαροι ήταν τα μόνα πλάσματα στη Γη που δεν συμπαθούσαν τα Ξωτικά.


« Συνέχισε, Καλοσυνάτε «, είπε σιγά ο Άγιος Βασίλης.

Ο Καλοσυνάτος πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε πάλι να διαβάζει.

« Σίγουρα θα αναρωτιέσαι, Άγιε Βασίλη, γιατί εμείς οι αιώνιοι εχθροί σου, σου στέλνουμε αυτό το 

γράμμα. Μη νομίζεις.. Κι εμείς ακόμη δεν μπορούμε να το πιστέψουμε πως πέσαμε στην ανάγκη σου 

και σου ζητάμε να μας βοηθήσεις».


« Τι λένε τούτοι;», ξέσπασε ο Νευρικούλης, το ξωτικό που δεν άντεχε και πολλά πολλά και θύμωνε με 

το παραμικρό. « Να τους βοηθήσεις; Ποιους; Αυτούς; Τους χειρότερους εχθρούς των Χριστουγέννων;»

« Ηρέμησε, Νευρικούλη», είπε ο Άγιος. «Περίμενε να δούμε τι γράφουν παρακάτω «.

Έκανε ένα νεύμα στον Καλοσυνάτο κι αυτός άρχισε πάλι να διαβάζει:

« Σου γράφουμε αυτό το γράμμα γιατί αυτό που αντικρίσαμε μόλις βγήκαμε από τη σπηλιά μας 

ξεπερνάει ακόμη κι εμάς! Για να πούμε την αλήθεια, μάς τρόμαξε πολύ!»


Τα ξωτικά κοιτάχτηκαν απορημένα. Τι μπορεί να είναι αυτό που τρόμαξε τους Καλικάντζαρους; 

Τρόμαξαν αυτοί που τρομάζουν τους πάντες; Από τι; Ο Καλοσυνάτος πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και 

συνέχισε:

« Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει πολύ, Άγιε Βασίλη. Έχουν γίνει κακοί! Πιο κακοί κι από εμάς! Κάνουν 

τρομακτικά πράγματα.. Πιο τρομακτικά από αυτά που κάνουμε εμείς!

Κλέβουν, σκοτώνουν, καταστρέφουν! Βασανίζουν τα ζώα, καίνε τα δάση, καταστρέφουν ό,τι βρεθεί 

μπροστά τους!

Πάντα υπήρχαν κακοί άνθρωποι. Τώρα όμως, έχουν γίνει τόσο πολλοί!

Πήγαμε στο Δέντρο της Ζωής, το δέντρο που κρατάει όρθιο τον κόσμο. Πήγαμε να το πριονίσουμε, 

όπως κάνουμε κάθε χρόνο! Και τι να δούμε! Το δέντρο το έχουν ήδη πριονίσει οι άνθρωποι! Μόλις 

που στέκεται όρθιο!»


Ο Καλοσυνάτος σταμάτησε. Ο Άγιος Βασίλης είχε σηκωθεί όρθιος και περπατούσε σκεφτικός πάνω 

κάτω. Τα ξωτικά ένιωθαν μουδιασμένα Κανείς δε μιλούσε! Όλοι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα. Είναι 

δυνατόν ο κόσμος να έγινε έτσι; Τόσο κακός;

« Συνέχισε», είπε ο Άγιος Βασίλης κι η φωνή του ακούστηκε αδύναμη, βραχνιασμένη.


« Δεν ξέρουμε πλέον τι να κάνουμε! Κάθε τι κακό που σκεφτόμαστε, το κάνουν πρώτοι οι άνθρωποι! 

Έχουν γίνει χειρότεροι από εμάς κι αυτό δεν μπορούμε να το ανεχτούμε άλλο! Γι αυτό σκεφτήκαμε να 

σου γράψουμε αυτό το γράμμα. Εσύ τα έχεις καλά με τους ανθρώπους. Ίσως λοιπόν, εσύ βρεις τον 

τρόπο να τους κάνεις να γίνουν όπως πριν! Θέλουμε να γίνουμε πάλι εμείς οι τρομακτικοί 

καλικάντζαροι! Θέλουμε οι άνθρωποι να τρομάζουν από εμάς κι όχι εμείς από τους ανθρώπους!»


Ο Καλοσυνάτος δίπλωσε αργά αργά το γράμμα. Μια παγερή σιωπή έπεσε στο μεγάλο δωμάτιο. Μέχρι 

και τα κουδουνάκια από τους τάρανδους στο στάβλο δεν ακούγονταν πια, λες κι είχαν κι αυτοί 

τρομάξει με όσα έγραφαν οι Καλικάντζαροι.


Ο Άγιος Βασίλης κάθισε ξανά στην πολυθρόνα του. Έμοιαζε πολύ κουρασμένος. Τα μάτια του είχαν 

χάσει τη λάμψη τους και το αιώνιο γλυκό χαμόγελό του είχε σβήσει από τα χείλη του. Τα ξωτικά τον 

κοιτούσαν ανήσυχα. Πρώτη φορά τον έβλεπαν έτσι.


«Πηγαίνετε να κοιμηθείτε», τους είπε σιγανά. «Ήταν μια δύσκολη μέρα και πρέπει να ξεκουραστείτε».

Τα ξωτικά δεν ήθελαν να τον αφήσουν μόνο, όμως υπάκουσαν. Ακόμα κι ο Πεισματάρης, το ξωτικό 

που πάντα επιμένει στο δικό του, δεν είπε τίποτα.


Ανέβηκαν αργά τη σκάλα για τη σοφίτα.


Ο Άγιος Βασίλης έμεινε μόνος. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε έξω το χιονισμένο δάσος, 

την παγωμένη λίμνη και μετά σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Τα αστέρια τρεμόσβηναν και το 

φεγγάρι έμοιαζε να σκύβει προς το μέρος του, σαν να ήθελε να τον βοηθήσει.


Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί χαμένος στις σκέψεις του.


Σκεφτόταν τα λόγια των Καλικάντζαρων, τα ξωτικά, τα δώρα που έπρεπε να ετοιμαστούν, τους 

τάρανδους που θα τον πήγαιναν στο μακρινό ταξίδι .Σκεφτόταν τους ανθρώπους να πριονίζουν το 

Δέντρο της Ζωής.. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει! Πώς έφτασαν οι άνθρωποι ως εδώ; Πώς έγιναν 

τόσο κακοί; Σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνει, αλλά τι; Έπρεπε να βρει μια λύση να σωθεί το Δέντρο της 

Ζωής, να σωθούν τουλάχιστο τα παιδιά της Γης! Η σκέψη του στριφογύρισε στα παιδιά που τον 

περιμένουν.. Στα παιδιά που δεν φταίνε για τα λάθη των μεγάλων.. Στα παιδιά που αξίζουν ένα κόσμο 

καλύτερο από αυτόν!


Τα παιδιά, σκέφτηκε.. Τα παιδιά.. Και τότε, σαν θύελλα η σκέψη των παιδιών σάρωσε τα πάντα μέσα 

του και το πρόσωπό του φωτίστηκε από την ελπίδα!


Μα ναι! Τα παιδιά! Αυτά ήταν η μόνη ελπίδα!


Και φώναξε δυνατά να ξυπνήσουν τα ξωτικά!


Τα ξωτικά τινάχτηκαν από τα κρεβάτια τους τρομαγμένα! Τι φωνές είναι αυτές; Και ποιος χτυπάει σαν 

τρελός το κουδουνάκι; Έτρεξαν γρήγορα στο μεγάλο σαλόνι. Όρθιος, δίπλα στο σβηστό τζάκι, 

στεκόταν ο Άγιος Βασίλης. Τους φώναζε έναν έναν με το όνομά του και χτυπούσε δυνατά ένα 

κουδουνάκι. Φαινόταν χαρούμενος, τα μάτια του έλαμπαν κι είχε βρει πάλι το γλυκό του χαμόγελο! 

Ήταν ολοφάνερο! Ο Άγιος είχε βρει τη λύση!


« Ελάτε!», είπε ο Άγιος Βασίλης. « Καθίστε!» Τα ξωτικά υπάκουσαν σιωπηλά. Κάθισαν ήσυχα γύρω 

του όπως το προηγούμενο βράδυ. Κάθισε κι ο Άγιος στην πολυθρόνα του και τους κοίταξε. Τα μάτια 

του χαμογελούσαν. « Βρήκα τη λύση», είπε. « Βρήκα τη λύση «, ξαναείπε.


Τα ξωτικά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ανακούφιση και περιέργεια μαζί. Όμως και πάλι δεν μίλησαν.

Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε ανυπόμονα από την πολυθρόνα και είπε με δυνατή φωνή:

« Τα παιδιά! Αυτά είναι η λύση! Τα παιδιά! Τα παιδιά θα σώσουν τον κόσμο!»

Τα ξωτικά τον κοιτούσαν σαν χαμένα.. Τα παιδιά; Πώς να σώσουν τον κόσμο τα παιδιά;

Πρώτος κατάλαβε ο Σοβαρούλης. Κι αμέσως μετά ο Καλοσυνάτος. Μα και βέβαια! Τα παιδιά! Μόνο 

τα παιδιά μπορούν να σώσουν τον κόσμο! Πώς δεν το είχαν σκεφτεί νωρίτερα;


Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και κύκλωσαν τον Άγιο Βασίλη. Κι έτσι ξαφνικά, χωρίς μουσική, άρχισαν να 

τραγουδούν και να χορεύουν! Χόρευαν σαν τρελοί γύρω από τον Άγιο, με γέλια και πειράγματα! Ήταν 

ευτυχισμένοι! Ο Άγιος Βασίλης στη μέση χόρευε κι αυτός και γελούσε! Ήταν κι αυτός πολύ 

ευτυχισμένος!


Ο ήλιος είχε πια φανεί πάνω από τα δέντρα, όταν κάθισαν όλοι να ξεκουραστούν λαχανιασμένοι και 

κατακόκκινοι από το χορό και τα γέλια.


« Πρέπει να οργανωθούμε», είπε ο Άγιος. « Πρέπει όλα να γίνουν σωστά, αλλιώς θα αποτύχουμε > Τα 

ξωτικά σηκώθηκαν. Άλλοι άναψαν το τζάκι, άλλοι πήγαν να ταΐσουν τους τάρανδους, άλλοι ετοίμασαν 

πρωινό, κι άλλοι έφεραν χαρτιά και μολύβια να κρατήσουν σημειώσεις.


Όταν πια μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το τζάκι, ο Άγιος Βασίλης, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:

« Βήμα πρώτο! Τα πουλιά! Φωνάξτε τα πουλιά! »

Τα ξωτικά κοιτάχτηκαν χαμογελώντας. Ναι! Ο σοφός Άγιος Βασίλης βρήκε τη λύση και σε λίγο θα την

 κάνουν πραγματικότητα!


Αμέσως, 5 ξωτικά σηκώθηκαν κι έτρεξαν στο δωμάτιο με τις 5 μαγικές σφυρίχτρες. Μια για κάθε 

ήπειρο! Κάθισαν γύρω από το παλιό ξύλινο τραπέζι και καθένας έφερε στα χείλη του από μια 

σφυρίχτρα. Φύσηξαν δυνατά, όμως δεν ακούστηκε τίποτα! Τα ξωτικά έδωσαν τα χέρια ευχαριστημένα. 

Μπορεί το σφύριγμα κάθε σφυρίχτρας να μην το άκουσαν, ήξεραν όμως, πως το άκουσαν τα πουλιά! 

Και τα πουλιά από τις 5 ηπείρους κατάλαβαν πως ο Άγιος Βασίλης τα χρειάζεται και τα καλεί κοντά 

του!


Την ίδια στιγμή ακούστηκε από το σαλόνι η φωνή του Άγιου Βασίλη:

« Βήμα δεύτερο! Τα γράμματα!»


Στα γράμματα έπρεπε να βοηθήσουν όλοι! Καθένας τους έπρεπε να ετοιμάσει πάρα πολλά γράμματα! 

Γράμματα προς όλα τα παιδιά της Γης!


Ο Άγιος τούς είπε τι να γράψουν. Το έβγαλαν φωτοτυπίες κι άρχισαν να βάζουν τα γράμματα σε μικρά 

φακελάκια.


Εφτά μέρες τους πήρε να τα ετοιμάσουν. Την έβδομη μέρα άρχισαν να φτάνουν και τα πρώτα πουλιά!

Το σχέδιο ήταν απλό! Κάθε πουλί θα έπαιρνε ένα γράμμα και θα το πήγαινε σε ένα παιδί!

Το σχέδιο όμως ήταν και δύσκολο! Το γράμμα θα έπρεπε να το πάρει το παιδί κρυφά, χωρίς να το δουν

 οι γονείς του!


Μέσα σε ένα μήνα, είχαν φύγει όλα τα γράμματα! Τα ξωτικά μαζεύτηκαν και πάλι γύρω από τον Άγιο 

Βασίλη. Ήταν πολύ κουρασμένα, αλλά και πολύ χαρούμενα! Το σχέδιο είχε πια μπει σ’ εφαρμογή! Σε

 λίγες εβδομάδες, όλα τα παιδιά της Γης θα ήξεραν τι πρέπει να κάνουν και πότε να το κάνουν!


Ο Άγιος Βασίλης τους χαμογέλασε. « Είμαι πολύ περήφανος για εσάς», τους είπε. «Δουλέψατε 

ακούραστα γι αυτό το μεγάλο σκοπό. Σας ευχαριστώ!»


Τα ξωτικά χαμογέλασαν ευτυχισμένα. Ακόμη κι ο Γκρινιάρης χαμογέλασε, χωρίς καθόλου να 

γκρινιάξει!

«Έχουμε μπροστά μας 3 μήνες», συνέχισε ο Άγιος. «Τρεις μήνες μέχρι τα Χριστούγεννα!»

«Τρεις μήνες», επανέλαβε σκεφτικός ο Σοβαρούλης. « Θα προλάβουμε να φτιάξουμε τα δώρα;»

Τα ξωτικά σοβάρεψαν. Με όλα αυτά είχαν ξεχάσει τα δώρα των παιδιών. Και τώρα είχαν μόνο τρεις 

μήνες καιρό. Πώς να προλάβουν;


Στο υπόγειο βέβαια, υπήρχαν χιλιάδες δώρα! Τα είχαν ετοιμάσει τα ξωτικά, από την αρχή του χρόνου! 

Μπάλες, κούκλες, ποδήλατα, τρενάκια, παζλ, χνουδωτά ζωάκια, ηλεκτρονικά παιχνίδια! Τόσα χρόνια, 

που ετοίμαζαν τα δώρα των παιδιών, ήξεραν τι θέλουν συνήθως τα παιδιά και ξεκινούσαν να τα 

φτιάξουν πριν ακόμη ανοίξουν τα γράμματα.


«Έχουμε παιχνίδια», είπε ο Καλοσυνάτος. « Θα χρειαστούμε κι άλλα, βέβαια. Όμως, θα προλάβουμε;»

Ο Άγιος Βασίλης χαμογέλασε.

«Θα προλάβουμε. Θα προλάβουμε, γιατί τα παιδιά ξέρουν τι να περιμένουν. Το γράμμα που τους 

στείλαμε, το ξεχάσατε;»

Τα ξωτικά χαμογέλασαν κι αυτά. Μα ναι! Το γράμμα! Το γράμμα που κάθε πουλί θα πάει σε κάθε 

παιδί! Το γράμμα που τα εξηγεί όλα! Και τα παιδιά θα ξέρουν γιατί φέτος δεν θα πάρουν τα παιχνίδια 

που ζήτησαν!

Ο Άγιος Βασίλης τούς έκλεισε πονηρά το μάτι. Και τα ξωτικά κατέβηκαν χοροπηδώντας χαρούμενα 

στο υπόγειο με τα παιχνίδια.


Ναι, είχαν πολλή δουλειά να κάνουν, ο χρόνος που είχαν ήταν αρκετός! Άλλωστε, αυτά τα 

Χριστούγεννα δεν θα ήταν συνηθισμένα! Έτσι και τα δώρα! Δεν θα ήταν όπως τα άλλα Χριστούγεννα!

Ξεκίνησαν με τραγούδια και πειράγματα τη δουλειά!


Οι 3 μήνες πέρασαν! Κι όλα ήταν έτοιμα! Τα ξωτικά ήταν πολύ χαρούμενα, όμως είχαν και μεγάλη 

αγωνία.. Θα πήγαιναν όλα όπως τα είχε σχεδιάσει ο Άγιος; Κι όσο πλησίαζε η μέρα του μεγάλου 

ταξιδιού, τόσο η αγωνία τους μεγάλωνε.

Ο Άγιος Βασίλης τους έδινε κουράγιο, κι ας ένιωθε κι αυτός ένα σφίξιμο στην καρδιά του. Θα πήγαιναν όλα καλά;



Κι έφτασε η μέρα του μεγάλου ταξιδιού! Στο σπιτάκι γινόταν πανζουρλισμός! Τα ξωτικά έτρεχαν πάνω 

κάτω για να ετοιμάσουν τους τάρανδους, το έλκηθρο, το σάκο με τα δώρα!


Κι όταν ο Άγιος Βασίλης ήταν πια έτοιμος να φύγει, τα ξωτικά κύκλωσαν το έλκηθρο κι όλοι μαζί του 

ευχήθηκαν καλό ταξίδι και καλή επιτυχία! Κι όταν το έλκηθρο με τους τάρανδους χάθηκε στον 

ουρανό, γύρισαν στο σπιτάκι κι έκατσαν δίπλα στο τζάκι. Σε λίγες ώρες θα ήξεραν αν όλα είχαν πάει 

καλά. Θα ήξεραν αν το σχέδιο του Άγιου Βασίλη είχε πετύχει. Θα ήξεραν αν το Δέντρο της Ζωής, το 

δέντρο που στηρίζει τον κόσμο θα έμενε όρθιο κι αν οι άνθρωποι έβρισκαν και πάλι την ανθρωπιά

 τους!


Την ίδια ώρα, ο Άγιος Βασίλης πετούσε πάνω από πόλεις και χωριά.


Και μόλις έφτασε η ώρα που είχε ορίσει, είδε από ψηλά να ανοίγουν οι πόρτες των σπιτιών κι από μέσα

 να βγαίνουν τα παιδιά έξω στους δρόμους! Από άκρη σε άκρη, σε όλη τη Γη, οι δρόμοι γέμισαν 

παιδιά! Καθένα τους είχε καρφιτσωμένο στη θέση της καρδιάς του ένα λαμπερό χρυσό αστέρι! Πίσω 

τους έβγαιναν οι γονείς τους. Τα φώναζαν να μπουν στο σπίτι όμως τα παιδιά δεν άκουγαν κανένα! 

Έστεκαν ακίνητα στους δρόμους και τις πλατείες, σε πόλεις και χωριά και κοιτούσαν τον ουρανό! Ο 

Άγιος Βασίλης ήξερε πως ήταν η ώρα!


Άγγιξε με το χέρι του το αστέρι που είχε κι αυτός στη θέση της καρδιάς του. Έκλεισε τα μάτια κι έκανε

 μια ευχή! Το άστρο έβγαλε ένα υπέροχο, λαμπερό φως που φώτισε όλο τον ουρανό, όλη τη Γη!


Και τότε, σαν από θαύμα, όλα τα αστεράκια στις καρδιές των παιδιών άρχισαν να φωτίζουν κι αυτά με 

ένα υπέροχο, λαμπερό φως!


Γέμισαν οι δρόμοι κι οι πλατείες της Γης με υπέροχα, λαμπερά αστέρια!


Οι μεγάλοι σάστισαν! Έβλεπαν τα παιδιά τους με το φωτεινό αστέρι στη θέση της καρδιάς να 

υψώνονται αργά αργά στον ουρανό!


Γέμισε ο ουρανός παιδιά με υπέροχα, λαμπερά αστέρια στη θέση της καρδιάς!


Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τα μάτια του. Είδε γύρω του εκατομμύρια αστέρια στις καρδιές των παιδιών κι

 ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Τα παιδιά όλης της Γης έκαναν ό,τι τους είχε πει! Τώρα το μόνο 

που έμενε ήταν το τελευταίο βήμα!


Έκλεισε πάλι τα μάτια του κι άγγιξε με το χέρι του το αστέρι στο στήθος του. Ακριβώς το ίδιο έκαναν 

κι όλα τα παιδιά της Γης. Η καρδιά του γέμισε αγάπη! Το ίδιο κι οι καρδιές των παιδιών!


Και τότε έγινε το δεύτερο θαύμα! Η αγάπη από την καρδιά του Άγιου Βασίλη κι από τις καρδιές όλων 

των παιδιών της Γης άρχισε να πέφτει σαν χρυσόσκονη από τον ουρανό πάνω στους ανθρώπους, στα 

σπίτια, στα δάση, στις θάλασσες, στα ζώα, στα λουλούδια, παντού!


Μέσα σε λίγη ώρα, όλη η Γη άστραφτε γεμάτη από αυτή τη μαγική χρυσόσκονη της αγάπης που 

έμπαινε παντού! Μέσα στα σπίτια, μέσα στα φαράγγια και στις σπηλιές και κυρίως μέσα στις καρδιές 

των ανθρώπων!


Γέμισαν οι καρδιές των ανθρώπων με αγάπη κι άλλαξε το πρόσωπό τους! Έγινε φωτεινό, χαρούμενο,

 γελαστό! Κοίταζε με αγάπη ο ένας τον άλλο και το μόνο που ένιωθε ήταν απέραντη αγάπη!


Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τα μάτια του. Το ίδιο κι όλα τα παιδιά. Η γη κάτω από τα πόδια τους 

άστραφτε με ένα μαγικό φως κι όλοι οι άνθρωποι είχαν ένα μεγάλο, υπέροχο, λαμπερό αστέρι στη θέση

 της καρδιάς τους!


Τα παιδιά χαμογέλασαν στον Άγιο Βασίλη. Είχαν κάνει αυτό που έπρεπε! Αργά αργά άρχισαν να 

κατεβαίνουν προς τη γη. Κάτω τα περίμενε η οικογένειά τους με ανοιχτή αγκαλιά!


Ήταν τόσο όμορφα! Ο Άγιος Βασίλης δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του από τη συγκίνηση!

 Παντού έβλεπε ανθρώπους αγκαλιασμένους! Παντού έβλεπε αγάπη! Παντού έβλεπε ευτυχία!


Ναι! Το σχέδιό του είχε πετύχει! Και είχε πετύχει χάρη στα παιδιά!


Τίναξε ελαφρά τα γκέμια κι οι τάρανδοι άρχισαν να τρέχουν στον ουρανό! Ήταν πια η ώρα να 

μοιράσει στα παιδιά τα παιχνίδια!


Όλη νύχτα μοίραζε στα παιδιά της Γης μπάλες, κούκλες, ποδήλατα, τρενάκια, χνουδωτά ζωάκια και 

ηλεκτρονικά παιχνίδια! Και τα παιδιά δεν γκρίνιαξαν που τους έφερε άλλο δώρο από αυτό που είχαν 

ζητήσει! Γιατί ήξεραν! Το είχαν διαβάσει στο γράμμα που τους έφεραν τα πουλιά!


Αυτά τα Χριστούγεννα, έγραφε στο γράμμα, θα ήταν τα παιδιά που θα έκαναν δώρο στους γονείς 

τους! 

Και μάλιστα το μεγαλύτερο δώρο του κόσμου! Αγάπη!


Ξημέρωνε πια κι ο Άγιος Βασίλης έφτασε στη σπηλιά που βρισκόταν το Δέντρο της Ζωής, το δέντρο 

που κρατάει όρθιο τον κόσμο! Κατέβηκε από το έλκηθρο και μπήκε στη σπηλιά. Μπροστά του είδε το 

γιγάντιο δέντρο. Ήταν κι αυτό γεμάτο από τη χρυσόσκονη της Αγάπης! Οι ρίζες του ρουφούσαν τη 

μαγική χρυσόσκονη και δυνάμωναν! Τα πεσμένα κλαδιά του, ένα ένα σηκώνονταν ψηλά και γέμιζαν 

φύλλα, λουλούδια και καρπούς! Το δέντρο ήταν και πάλι γερό, δυνατό, όμορφο! Πιο γερό, πιο δυνατό 

και πιο όμορφο από ποτέ!


Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε ακόμη μια φορά από τη συγκίνηση! Οι άνθρωποι είχαν σωθεί, το Δέντρο της

 Ζωής είχε σωθεί! Κι όλα χάρη στα παιδιά!


Ετοιμάστηκε να φύγει, να γυρίσει στο έλκηθρο για το ταξίδι της επιστροφής. Δεν πρόλαβε να κάνει ένα

 βήμα κι άκουσε κλάματα και φωνές. Γύρισε το κεφάλι του κι είδε κάτι περίεργα πλάσματα με μυτερά 

αυτιά και μακριές ουρές να έρχονται προς το μέρος του. Ήταν οι Καλικάντζαροι!


Πριν προλάβει να πει κουβέντα, οι Καλικάντζαροι έτρεξαν και τον αγκάλιασαν σφιχτά κλαίγοντας και 

λέγοντας ασυναρτησίες. Ο Άγιος Βασίλης τους κοίταζε απορημένος!



Τότε ο αρχηγός τους, σήκωσε ψηλά το χέρι και φώναξε δυνατά να κάνουν ησυχία! Οι Καλικάντζαροι 

σταμάτησαν να φωνάζουν όμως συνέχισαν να κλαίνε σιγανά και να σκουπίζουν τη μύτη τους και τα 

δάκρυά τους.


«Τι πάθατε όλοι;», ρώτησε ο Άγιος Βασίλης.


Ο αρχηγός των Καλικάντζαρων, χωρίς να μιλήσει, άνοιξε το πουκάμισό του . Το ίδιο έκαναν κι οι 

άλλοι καλικάντζαροι! Στη θέση της καρδιάς τους υπήρχε ένα υπέροχο, λαμπερό αστέρι!


Ο Άγιος Βασίλης απόρησε στην αρχή. Μετά κατάλαβε κι έβαλε τα γέλια! Γελούσε με όλη του την 

καρδιά κρατώντας την κοιλιά του! Γύρω του άρχισαν να γελούν κι οι καλικάντζαροι!


«Έπεσε και σ’ εμάς η χρυσόσκονη της αγάπης», είπε ο αρχηγός. Γι αυτό κλαίγαμε πριν γιατί νιώσαμε 

τύψεις για το κακό που κάναμε τόσα χρόνια!»


Ο Άγιος Βασίλης τον αγκάλιασε.


«Χαίρομαι πολύ», του είπε. « Τέλος πια στις αταξίες και τις σκανταλιές! Τώρα είστε κι εσείς γεμάτοι με

 αγάπη!»


Αγκάλιασε τον αρχηγό και είπε σε όλους:


« Σας ευχαριστώ που με ειδοποιήσατε. Αν δεν μου στέλνατε εκείνο το γράμμα, ο κόσμος θα είχε πια 

χαθεί! Σας ευχαριστώ!»


Αποχαιρέτισε τους καλικάντζαρους κι ανέβηκε στο έλκηθρο. Ο ήλιος άρχιζε να ανατέλει. Έπρεπε να 

φύγει, να γυρίσει στο σπίτι του και στα ξωτικά! Θα τον περίμεναν με αγωνία να μάθουν τα νέα!


Οι τάρανδοι έτρεχαν σαν αστραπή στον ουρανό! Ο Άγιος Βασίλης στο έλκηθρο πίσω τους για πρώτη 

φορά ήταν τόσο μα τόσο μα τόσο ευτυχισμένος!





Κωνσταντινίδου Κατερίνα

Εκπαιδευτικός






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου